- καθιερευσις
- καθιέρευσιςκᾰθ-ιέρευσις-εως ἥ принесение в жертву
(τῶν ζῷων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν ζῷων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καθιέρευσις — καθιέρευσις, ἡ (Α) [καθιερεύω] καθαγίαση, καθοσίωση, θεοποίηση («ζῴων καθιερεύσεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
καθιερεύσεις — καθιέρευσις consecration fem nom/voc pl (attic epic) καθιέρευσις consecration fem nom/acc pl (attic) καθιερεύω sacrifice aor subj act 2nd sg (epic) καθιερεύω sacrifice fut ind act 2nd sg καθιερεύω sacrifice aor subj act 2nd sg (epic) καθιερεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)